Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ; (!!!!!!!)

«Καλύτερα να υποστούμε εμείς τις συνέπειες της ραδιενέργειας, παρά οι νέοι». Αυτό δήλωσε σήμερα εκπρόσωπος του «Σώματος Εκπαιδευμένων Βετεράνων» της Ιαπωνίας λέγοντας πως τα 200 μέλη της οργάνωσης, ηλικίας άνω των 60 ετών, είναι έτοιμα να βοηθήσουν στην αποκατάσταση των ζημιών στα πυρηνικά εργοστάσια της Φουκουσίμα.
Ο εκπρόσωπος και εκ των ιδρυτών του "Σώματος Εκπαιδευμένων Βετεράνων", συνταξιούχος μηχανικός, Γιασουτέρο Γιαμάντα, είπε ότι η ιδέα του ήλθε παρακολουθώντας στην τηλεόραση τις προσπάθειες επισκευής των πυρηνικών σταθμών. "Είμαι 72 ετών και έχω ακόμη 12 με 15 χρόνια ζωής. Ακόμη κι αν πάθαινα καρκίνο από την έκθεσή μου στη ραδιενέργεια αυτός θα έκανε να εκδηλωθεί σε 20-25 χρόνια" λέει ως επιχείρημα για την εθελοντική προσφορά του.

Στο "Σώμα" των εθελοντών συνταξιούχων ανήκουν πολλοί μηχανικοί αλλά και αρκετοί πρώην εργαζόμενοι σε πυρηνικά εργοστάσια της χώρας.

http://www.enet.gr/?i=news.el.kosmos&id=280301

Έκλεψες στην Ελλάδα ?


Αυτή η χώρα... δεν μας ανήκει!


«Είμαστε αποφασισμέ­νοι να σώσουμε τη χώρα», φέρεται να είπε ο πρωθυπουρ­γός στο Υπουργικό Συμβούλιο της Δευτέρας. Αυτό, ύστερα απ’ όλα όσα πέρασε η χώρα και ο λαός τον τελευ­ταίο χρόνο, μόνο σαν απειλή μπορεί να εκληφθεί.
Ναι, κύριοι, είναι αποφασισμένοι να μας σώζουν, τόσο η κυβέρνηση όσο και τα αφεντικά της εντός και εκτός Ελλάδας, μέχρις ότου δεν αφή­σουν πέτρα πάνω σε πέτρα. Εδώ και μήνες, πριν καν μας επιβληθεί το μνη­μόνιο και ο «μηχανισμός στήριξης», λέμε και ξαναλέμε ότι η Ελλάδα και ο λαός της βρίσκονται μπροστά στη μεγαλύτερη απειλή που έχουν αντι­μετωπίσει ποτέ στην ιστορία τους. Κι αυτή η απειλή είναι ικανή να αφανί­σει τη χώρα, να την αφήσει σε ερεί­πια χωρίς καμιά δυνατότητα ανοικο­δόμησης.

Καταστροφικές επιλογές
Όμως οι θιασώτες της «διαρθρωτι­κής προσαρμογής» τίποτε δεν ξέχα­σαν και τίποτε δεν έμαθαν. Λες και ζούμε ένα διαρκές déjà vu. Τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά. «Δεν υπάρχει περιθώριο για άλλη πολιτική», δήλω­σε στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ το βρά­δυ της Δευτέρας ο υπουργός Οικο­νομικών και ανήγγειλε για μια ακόμη φορά ότι χωρίς την εκταμίευση της 5ης δόσης τον Ιούνιο η χώρα θα πάει σε στάση πληρωμών. Τα ταμειακά δι­αθέσιμα της χώρας φθάνουν έως τα μέσα Ιουλίου, μετά δεν θα μπορούν να πληρωθούν μισθοί, συντάξεις και η χώρα «κατεβάζει ρολά», τόνισε. Σημείωσε, δε, ότι όποιος κι αν ήταν υπουργός Οικονομικών στη θέση του, θα ακολουθούσε την ίδια πολιτική.
Αλήθεια, τι χρειάζεται να πάθει ακόμη η χώρα για να αρχίσουμε να συζητάμε ριζικά διαφορετικές πο­λιτικές προτάσεις; Πόσες καταστροφές πρέπει να υποστούμε; Πού πρέπει να καταλήξουμε; Υπάρχει κάποιο κα­τώτερο όριο, κάποια «κόκκινη γραμ­μή» ή όχι; Όσοι σήμερα χαρακτηρίζουν ως «καταστροφή» πολιτικές προτάσεις που πάνε κόντρα στη λογική του μνη­μονίου, της Ε.Ε., του ευρώ και του ΔΝΤ, εξαργυρώνουν επιταγές μεταφορικά και κυριολεκτικά. Δεν τους καίγεται καρφί για τη χώρα και τον λαό της, που στη συνείδησή τους τα έχουν πουλή­σει προ πολλού. Γιατί λοιπόν να αντιταχτούν σήμερα σ’ αυτό που γίνεται;
Ωστόσο, το πρωτοφανές θράσος και η προσωπική αποκτήνωση που απαιτείται σήμερα για να υποστηρίξει κα­νείς τις ίδιες καταστροφικές επιλογές, επιτρέπει στους κυβερνώντες να εί­ναι εξαιρετικά κυνικοί. Να τι ομολόγη­σε στην ομιλία του στον ΣΕΒ (24/5) ο υπουργός Οικονομικών: «Πριν από έναν χρόνο, αυτή την εποχή, στο υπουργείο Οικονομικών αγωνιούσαμε, αν 15 κυβερνήσεις στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα κατάφερναν να πείσουν τα Κοινοβούλιά τους, εγκαίρως, για να πληρωθεί στην Ελλάδα η πρώτη δόση του πρωτοφανούς δανείου των 80 δισ. ευρώ συν τα 30 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ. Χρήματα που χρειαζόμασταν για να μην κηρύξουμε στάση πληρωμών. Χρήματα που χρειαζόμασταν για να αποπληρώ­σουμε ένα ομόλογο, που έληγε εκείνη την εποχή και, αν δεν το αποπληρώνα­με, η χώρα απλώς θα πτώχευε και δεν θα μπορούσε να πληρώσει μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, δη­μόσιες υπηρεσίες. Πράγματα που νομί­ζαμε ότι η Ελλάδα τα είχε ξεχάσει, πριν από πολλά χρόνια. Τους μήνες που εί­χαν περάσει, είχε γίνει μια προσπάθεια να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταί­ρους μας, μέσα από τις δικές μας πρά­ξεις, για την ανάγκη δημιουργίας ενός μηχανισμού, που δεν υπήρχε μέχρι τό­τε στην Ευρώπη, για να στηρίξει οικο­νομίες σε δυσκολία. Ένας μηχανισμός που έγινε, κατ’ αρχάς, για την Ελλάδα, στη συνέχεια διαμορφώθηκε και για τις υπόλοιπες χώρες και με τις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλί­ου, θεσμοθετήθηκε και η μονιμότητά του, μετά το 2013».
Προσέξτε τι παραδέχεται ο κ. Παπακωνσταντίνου:
Τα χρήματα του μηχανισμού στήρι­ξης ήταν εξαρχής αναγκαία για να συνεχίσουμε να πληρώνουμε τα δανει­κά, δηλαδή τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα, και όχι για να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις.
Μισθούς και συντάξεις δεν θα εί­χε να πληρώσει το κράτος μόνο αν κήρυττε επίσημη πτώχευση. Κι αυτό γι­ατί; Διότι ο κ. Παπακωνσταντίνου και η παρέα του είναι πρόθυμοι να δώσουν τα πάντα στους δανειστές του κράτους. Μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά επιδό­ματα, δημόσιες υπηρεσίες. Κάτι που ήδη συμβαίνει με το μνημόνιο. Ούτε που τους περνά από το μυαλό ότι πτώ­χευση μπορεί να σημαίνει πως χάνουν οι δανειστές.
3Τους μήνες που προηγήθηκαν του μνημονίου, δηλαδή όλη την περίο­δο που μας έλεγαν ότι θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, η όλη πρεμούρα της κυβέρνησης ήταν να πείσει του «Ευρω­παίους εταίρους» να δημιουργηθεί ο μηχανισμός στήριξης με σκοπό να στη­ρίξει «οικονομίες σε δυσκολία». Δηλα­δή να εγγυηθεί τα λεφτά των κερδο­σκόπων και των τοκογλύφων.
4Αυτό που ενδιέφερε από την αρ­χή τον κ. Παπακωνσταντίνου, τον κ. Παπανδρέου και τη λοιπή παρέα δεν ήταν τι θα γίνει με την ελληνική οικονομία, ούτε ποια θα είναι η τύχη της Ελλά­δας, αλλά πώς θα εξυπηρετήσουν εκείνες τις δυνάμεις που ήθελαν να εξανα­γκάσουν την ευρωζώνη να αποκτήσει μόνιμο μηχανισμό χρεοκοπιών. Ποιες ήταν αυτές οι δυνάμεις; Μα προφανώς αυτές που κερδίζουν ασύστολα από τη διαχείριση των χρεών και την κερδο­σκοπία με ομόλογα και παράγωγα στις αγορές.
Με λίγα λόγια, τι ομολογεί εδώ ο κ. Παπακωνσταντίνου; Ότι ο ίδιος και η κυβέρνηση Παπανδρέου είναι σε δια­τεταγμένη υπηρεσία, εντεταλμένοι να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα των πιο αδίστακτων και κερδοσκοπικών δυνάμεων της αγοράς. Γι’ αυτό και δεν ιδρώ­νει το αυτί τους. Δεν τους αφορά ο δωσιλογισμός που διαπράττουν. Πατρίδα γι’ αυτούς δεν είναι παρά ένα ωραίο οικόπεδο σε μια προνομιακή γωνιά της διεθνούς οικονομίας και πολιτικής που μπορεί να εκποιηθεί εύκολα και γρή­γορα προς όφελος των παγκοσμιοποιημένων αγορών του κεφαλαίου. Τώρα αν υπάρχουν και 11 εκατομμύρια παρεί­σακτοι, αυτοί πολύ γρήγορα θα κατα­ντήσουν σαν τη νομαδική φτωχολογιά που ξεβράζει η θάλασσα στις ακτές της Ελλάδας.
Ανήκομεν στις αγορές
Άλλωστε η χώρα δεν ανήκει στον λαό της. Μας το διαβεβαιώνει και η Αριστερά αυτό. Ανήκει στο κεφάλαιο, στις αγορές, στην «Ευρώπη» και γενικά στη Δύση. Γι’ αυτό και ο Έλληνας εργάτης, ο Έλληνας εργαζόμενος πρέπει να ταυ­τίζεται με τον ξεριζωμένο και εξαθλι­ωμένο μετανάστη που σέρνεται από χώρα σε χώρα σε αναζήτηση του επι­ούσιου. Κι επομένως ο ελληνικός λαός πρέπει να εθιστεί μόνιμα στην ιδέα ότι σαν πολίτης της Ευρώπης και του κό­σμου δεν έχει κανένα δικαίωμα στον τόπο του, στις ρίζες του, στην ίδια του την πατρίδα. Μπορεί ελεύθερα να πα­ρηγορείται με τις πανάρχαιες καταγω­γές της, να τη νοσταλγεί, όπως κάνου­με με το χωριό του παππού και της για­γιάς, αλλά δεν μπορεί να τη διεκδικεί. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να πιστέψει ότι μπορεί να την κερδίσει. Πατρί­δα την εποχή των ανοιχτών συνόρων για το κεφάλαιο και την εργασία; Αν είναι δυνατόν! Πώς τολμάτε! Τι σημα­σία έχει αν δημοκρατία και ελευθερία δεν νοείται χωρίς την ανάδειξη του ερ­γαζόμενου λαού σε αφέντη του τόπου του; Τι σημασία έχει αν η εργατική τάξη είναι αδύνατον να συγκροτηθεί ως τέ­τοια χωρίς να αναπτύσσει πανεθνικούς δεσμούς, χωρίς να διεκδικεί το έθνος της; Τι σημασία έχουν όλα αυτά, όταν σήμερα έχουμε ακόμη και την ίδια την Αριστερά να εγγυάται την ελευθερία κίνησης κεφαλαίου και εργασίας διεκ­δικώντας ανοιχτά σύνορα; Ξεχάστε τα κινήματα των αμέτρητων ηρώων και μαρτύρων για την εθνική και κοινωνι­κή απελευθέρωση. Σήμερα προέχουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια, η επικερδής συμμετοχή στο πιο απολυταρχικό οικο­δόμημα που γνώρισε η Ευρώπη από την εποχή του Χίτλερ.
Ποιος νοιάζεται για τη μικρή Ελλαδίτσα; Νοιάστηκε ποτέ η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που τη λεηλατεί επί δεκαετίες με στήριγμα την εξάρ­τηση και την υποτέλεια; Γιατί λοιπόν να νοιαστεί ο εργαζόμενος, ο εργάτης, ο επαγγελματίας, ο αγρότης; Ας την αφή­σουμε να καεί, να καταστραφεί, να ισοπεδωθεί. Και τι πειράζει αν αυτό ήδη σημαίνει μια γενικευμένη καταστροφή ανθρωπιστικών διαστάσεων και έναν νέο ξεριζωμό για τον ανθό της εργαζό­μενης κοινωνίας;
Η κρίση των κρίσεων
Η κρίση χρέους δεν είναι μια τυπική οικονομική κρίση. Δεν έχει καμιά σχέση με τον οικονομικό κύκλο που βρί­σκει κανείς στα εγχειρίδια. Ούτε πρό­κειται για ένα παραπροϊόν της δημο­σιονομικής κατάστασης του κράτους, όπως παπαγαλίζει η κυβέρνηση δεξιά και αριστερά. Ουσιαστικά αποτελεί τον συνδυασμό και την κορύφωση όλων των επιμέρους οικονομικών κρίσεων σε μια ενιαία διαδικασία που θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη ολό­κληρου του κυρίαρχου συστήματος οικονομίας και πολιτικής. Ποτέ καμιά άλλη μορφή κρίσης της οικονομίας της αγοράς δεν θέτει με τόσο επιτακτικό και άμεσο τρόπο τέτοιο ζήτημα επιβί­ωσης για το ίδιο το σύστημα, όσο η κρί­ση χρέους.
Με λίγα λόγια, η κρίση χρέους είναι η κρίση των κρίσεων, ή αλλιώς η μητέ­ρα όλων των κρίσεων στην οικονομία της αγοράς. Κι αυτό γιατί εκφράζει με τον πιο άμεσο και πρακτικό τρόπο την ολοκληρωτική χρεοκοπία του συνο­λικού τρόπου παραγωγής, την κατάρ­ρευση ολόκληρης της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της κυρίαρχης πολιτικής. Επομένως από αυτή την κρί­ση χρέους μπορεί να βγει μια χώρα μό­νο αν αναγεννηθεί.
Ιστορικά οι άρχουσες τάξεις μπο­ρούσαν να προχωρήσουν σε μια τέτοια αναγέννηση μέσα από την επίσημη πτώχευση του κράτους. Με τον τρόπο αυτό άλλαζαν ριζικά τους όρους ανα­παραγωγής του κεφαλαίου, τις οικονο­μικές δυνάμεις που βρίσκονται στις κο­ρυφές, αλλά και το πολιτικό προσωπικό που τις υπηρετεί. Φυσικά με τρομακτι­κό κόστος για ολόκληρη την κοινωνία και όχι μόνο για τους εργαζομένους.
Όμως, από την εποχή που το δανείσι-μο κεφάλαιο κυριάρχησε στην παγκόσμια οικονομία και έφτασε να ξεπερνά 20 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, η επίσημη πτώχευση, αυτή η παραδοσιακή λύση έσχατης ανάγκης για το σύστημα, συνι­στά μια τρομακτική απειλή για τις αγο­ρές κεφαλαίου διεθνώς. Με τις τράπε­ζες σήμερα να έχουν διαστάσεις κατά πολύ μεγαλύτερες από τα κράτη που τις φιλοξενούν, η επίσημη πτώχευση αποτελεί συνώνυμο της πιο ολέθριας καταστροφής. Τα κράτη υπό χρεοκοπία είναι καταδικασμένα να παραπαίουν προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ότι οι χρηματαγορές δεν είναι μόνο παρα­σιτικές, αλλά και εντελώς άχρηστες για τους λαούς και τις ανάγκες τους.
Δεν υφίσταται κανένας, μα κανέ­νας πραγματικός οικονομικός λόγος να υπάρχει τόσο συσσωρευμένο χρέος, εκτός από την κερδοσκοπία των επενδυτών κεφαλαίου και των τραπεζών, αλλά και τη χρηματοδότηση των γιγα­ντιαίων πολυεθνικών μονοπωλίων της παγκόσμιας αγοράς. Το κεφάλαιο που βρίσκεται συσσωρευμένο στις χρημα­ταγορές και στις τράπεζες είναι πλασματικό. Και πλασματικό σημαίνει ότι δεν αντιστοιχεί σε πραγματικές διαδι­κασίες της οικονομίας και της παραγω­γής. Η διαγραφή του, το σβήσιμό του θα επηρεάσει μόνο τους ιδιοκτήτες του – επενδυτές, τράπεζες, πολυεθνικές – και καθόλου την οικονομία, η οποία μπορεί να λειτουργεί και χωρίς αυτό το πλασματικό κεφάλαιο. Αρκεί η οικονο­μία να πάψει να εξουσιάζεται από αυτή τη ληστοσυμμορία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους.
Η θηλιά του ευρώ στον λαιμό των τραπεζών
Τα παπαγαλάκια προσπαθούν να τρομάξουν τον απλό κόσμο ότι η διαγραφή των χρεών θα σημάνει την πτώχευση των τραπεζών και έτσι θα χάσει τις καταθέσεις του. Δεν λένε όμως ότι όσο συνεχίζεται αυτή η ανατροφοδότηση του χρέους, τόσο περισσότερο εξανεμίζονται οι αποταμιεύσεις. Ούτε επίσης λένε ότι ακόμη και στην περίπτωση της κατάρρευσης των τραπεζών, οι λαϊκές καταθέσεις μπορούν κάλ­λιστα να αναπληρωθούν από ένα κράτος που διαθέτει το δικό του εθνικό νόμισμα. Κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε περίπτωση κατάρρευ­σης των τραπεζών εντός του ευρώ. Επιπλέον δεν λένε ότι σε περίπτωση κατάρρευσης των τραπεζών, οι πιο ευνοημένοι απ’ όλους θα εί­ναι οι οφειλέτες, δηλαδή όσοι χρωστάνε στις τράπεζες.
Και οι οφειλέτες;
Κι αυτό γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα τους χαριστούν τα δάνεια. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι το κράτος αναλαμβάνει να ανασυ­γκροτήσει το πιστωτικό σύστημα από μηδενική βάση εκδίδοντας δικό του εθνικό νόμισμα.
Αντίθετα κατάρρευση τραπεζών εντός του ευρώ σημαίνει ότι οι δανειακές υποχρεώσεις των οφειλετών μεταφέρονται σε άλλες τράπε­ζες. Πράγμα για το οποίο θα φροντίσει η ΕΚΤ και τα παραρτήματά της σε κάθε κράτος - μέ­λος. Μόνο μέσα στο ευρώ τυχόν κατάρρευση των τραπεζών θα σημάνει εξαφάνιση των απο­ταμιεύσεων με ταυτόχρονη διατήρηση όλων των δανειακών υποχρεώσεων. Και να είστε βέ­βαιοι ότι με την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις στην ευρωζώνη, αργά ή γρήγορα θα έρθουν και οι καταρρεύσεις των τραπεζών. Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί και οι γραφειο­κράτες της ευρωζώνης κάνουν τα πάντα για να τροφοδοτήσουν την κερδοσκοπία των τραπε­ζών μέσα από τη διαχείριση του χρέους και φυ­σικά την εκποίηση των χωρών υπό χρεοκοπία. Το πρόγραμμα εκποίησης ή αποκρατικοποιήσεων που έχει ανακοινωθεί αυτό το νόημα έχει. Προσφέρει τροφή στην κερδοσκοπική αδηφαγία των επενδυτών κεφαλαίου, των τρα­πεζών και των χρηματαγορών διεθνώς. Στόχος του προγράμματος δεν είναι τόσο να προσελ­κύσει κλασικούς πλιατσικολόγους-επενδυτές που κερδίζουν από τις αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων, αλλά κερδοσκόπους που αποσκοπούν σε εύκολα κέρδη μέσα από την τιτλοποίηση των επιχειρήσεων και της περι­ουσίας του Δημοσίου. Η χρηματιστική κυβεία με την αξία τής προ πώληση περιουσίας είναι το ζητούμενο και όχι η καθαυτό αγοραπωλη­σία της.
Το δίλημμα της κοινωνίας
Από την κρίση αυτή δεν μπορούμε να βγούμε με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνο σαν ερείπιο μετά την κατάρρευση της ευρωζώνης, ή με την αναγέννηση της χώρας που θα επιβάλει ο ίδιος ο λαός. Στη φάση που βρισκόμαστε ο λαός σε με­γάλο βαθμό έχει πλέον ξεπεράσει το επίπεδο της διαμαρτυρίας. Δεν του αρκεί να διαμαρτύρεται. Μπορεί να μην βγήκε μαζικά στις πλατείες, όπως οι Ισπανοί, αλλά έχει κάνει μέσα σ’ έναν χρόνο από το μνημόνιο τις περισσότερες πανεργατικές απεργίες με πρωτοφανή μαζικότητα από κάθε άλλον λαό της Ευρώπης. Χώρια όλες οι άλλες μαζικές εκδηλώσεις και οι πρωτοβουλίες πολιτών. Όλα αυτά μαζί και η ταχύτητα των εξελίξεων τον έχει οδηγήσει πια στο συμπέρασμα ότι η διαμαρ­τυρία δεν αρκεί. Κι επομένως έχει μπροστά του το δίλημμα: Ή να λουφάξει γιατί δεν γίνεται τίποτε ή να εξεγερθεί και να πάρει την εξουσία. Αυτό το δίλημμα ταλανίζει την κοινωνία. Κι επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι αν δεν παρθεί η εξουσία και δεν επιβληθεί μια ριζικά διαφορετική πολι­τική ξεκινώντας λίγο ως πολύ από τα αιτήματα της μη αναγνώρισης και διαγραφής του χρέους, της εξόδου από το ευρώ, της εθνικοποίησης των τραπεζών με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδος, της παραγωγικής ανασυγκρότησης προς όφελος του λαού, τότε οι εξελίξεις θα είναι δραματικές. Το στοιχείο αυτό δεν υπάρχει στις κινητοποιήσεις των Ισπανών. Το κίνημα της πλατείας είναι πρω­ταρχικά κίνημα διαμαρτυρίας. Η ελληνική κοινω­νία είναι πιο μπροστά από αυτό. 
Είναι έτοιμη για ένα κίνημα εξουσίας, αρκεί να 
γεννηθεί με όρους μαζικής λαϊκής 
εμπιστοσύνης και συμμετοχής. Κι αυτό πρέπει 
να γίνει τώρα, πριν προλάβει να επιβληθεί η 
χούντα της «εθνικής συνεννόησης» και των 
«επωνύμων».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ


loodvih είπε...

Κύριε Καζάκη καλημέρα και καλή εβδομάδα. Όσο θα γράφετε, τόσο θα διαβάζουμε. Και περισσότεροι άνθρωποι, μέρα με την ημέρα, αηδιασμένοι με τις καταστάσεις που μαθαίνουν και δυστυχώς βιώνουν, θα αγανακτούν. Κάποιοι, λίγοι, χωρίς κόμματα και διακρίσεις, ξεκινήσαμε μία καθ'όλα ειρηνική και επί της ουσίας αναγκαία διαμαρτυρία απέναντι από το κτίριο που στεγάζει την ντροπή, την διαπλοκή και την βρωμιά της χώρας μας, ζητώντας πολύ απλά πράγματα. Ζητάμε δημοκρατία, γιατί στα ΕΛΕΥΘΕΡΑ κράτη, οι ΠΟΛΙΤΕΣ αποφασίζουν για το ΜΕΛΛΟΝ τους.
Θα ήταν τιμή, τουλάχιστον για μένα, να σας δω μαζί μας κάποια στιγμή.
Κοντεύω 40, και θα παλέψω για το μέλλον των δύο παιδιών μου.
Κάλλιο αργά, παρά ποτέ.

Σας ευχαριστώ, καλή δύναμη.



Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ, ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ


Α'. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΛΑΓΩΜΑ
Η περίοδος 1931-32 είναι αρκετά δραματική για το λαό και την Ελλάδα. Η κρίση από 'να μέρος κι η πολιτική των φαυλοκρατικών κυβερνήσεων από τ΄ άλλο, ερήμωσαν πάλι τη χώρα. Τα καπνά κι ησταφίδα έμεναν απούλητα, μαζί με τις εξαγωγές πέφτουν κι οι εισαγωγές. Οι αγρότες πεινούν, οιεργάτες μένουν άνεργοι, όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε απόγνωση. Οι μόνοι που απολαμβάνουν μακάρια τη ζωή τους και αδιαφορούν για την τραγική αυτή κατάσταση είναι – εκτός από τουςνεόπλουτους που δημιούργησε η κυβέρνηση Βενιζέλου – οι ξένοι και ντόπιοι ομολογιούχοι, που μέχρι το 1932 έπαιρναν στο ακέραιο το τοκοχρεολύσιο.
Με την αφαίμαξη όμως αυτή, ο προϋπολογισμός του 1931-1932 θα 'κλεινε με 1 δις έλλειμμα. Σε έσοδα8.200 εκατομμυρίων έπρεπε να πάρουν οι ομολογιούχοι 4.400, δηλαδή τα 54%, την προηγούμενη χρονιά είχαν πάρει τα 40%. Για να πληρωθούν τώρα σε χρυσό, δεν αρκούσε το κάλυμμα της τράπεζας και δημιουργόταν άμεσος κίνδυνος να μείνει ο λαός χωρίς ψωμί, γιατί το περισσότερο στάρι εκείνο τον καιρό ερχόταν απ΄έξω. Η πληρωμή, λοιπόν, του τοκοχρεολύσιου θα ΄ταν εγκληματική παραφροσύνη. Εντούτοις, το Σεπτέμβρη του '31 η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα ότι τα τοκομερίδια των ομολογιούχων θα πληρωθούν στο ακέραιο και σε χρυσό. Και για να το πετύχει άρχισε να παίρνει μέτρα, που στρέφονταν κατά του λαού. Στις 8 του Οκτώβρη, γιορτή της Αγίας Πελαγίας, έγινε ηδραχμοποίηση των καταθέσεων σε συνάλλαγμα, για να «προστατευθεί» το εθνικό νόμισμα και στην ουσία για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι. Με το μέτρο της δραχμοποίησης ληστεύτηκαν χιλιάδες κόσμου και κέρδισε η Εθνοτράπεζα εκατοντάδες εκατομμύρια, ενώ ο τορπιλισμός της δραχμήςσυνεχιζόταν στη μαύρη αγορά του συναλλάγματος με πρωταγωνιστές τον Μαρή κι άλλα πρωτοπαλίκαρα του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Εκείνον ακριβώς τον καιρό άρχισε να ξεσπάει απειλητική η λαϊκή αντίδραση. Το προλεταριάτο και οιυπάλληλοι παλεύουν ακούραστα μ΄απεργίες για το ψωμί τους, οι επαγγελματίες κινητοποιούνται κι οι αγρότες κάνουν ομαδικές καθόδους στις πόλεις. Ο Βενιζέλοςμυρίστηκε τον κίνδυνο και επιχείρησε να βγει από το αδιέξοδο. Το Γενάρη του ΄32 απευθύνθηκε στις μεγάλες δυνάμεις και στο ΔΟΕ και παρακαλούσε να του δώσουν πεντάχρονη αναστολή στα χρεολύσια και 50 εκατομμύρια δολάρια για να συμπληρωθούν ταπαραγωγικά έργα. Ο υπουργός των Εξωτερικών στην οικουμενική είχε χαρακτηρίσει το ΔΟΕ «απλούν τεχνικόν σώμα», αλλά ένας οργανισμός που κρατάει στα χέρια του τη ζωή ενός ολόκληρου λαού και οι πρωθυπουργοί πέφτουν στα πόδια του και τον παρακαλούν, δεν είναι καθόλου «απλούν τεχνικόν σώμα», αλλά υπέρτατος, κυρίαρχος και παντοδύναμος αφέντης της χώρας μας. Επίσης ο Βενιζέλοςζήτησε να 'ρθει στην Ελλάδα κι αντιπρόσωπος της δημοσιονομικής επιτροπής της ΚΤΕ (σ.σ. Κοινωνία των Εθνών) για να κάνει «επιτόπιον έρευνα» και να διαπιστώσει σε πόσο κρίσιμη οικονομική κατάσταση βρισκόταν η χώρα. Στο τέλος τους έδινε την υπόσχεση ότι με το δάνειο που θα του ΄διναν, θα πλήρωνε και τους τόκους των εξωτερικών δανείων.
Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παλεύοντας τότε κι αυτές να ξεπεράσουν την κρίση που έδερνε τη χώρα τους, δεν έδωσαν καμία σημασία στο διάβημα του Βενιζέλου. Μόνο η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ ευαρεστήθηκε με τα πολλά να μας στείλει σαν αντιπρόσωπό της τον σέρ 'Οτο Νιμάγερ για να κάνει έλεγχο στα οικονομικά της χώρας μας. Ο Νιμάγερ, πρώην υπουργός των Οικονομικών, ήταν τότεδιευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας. Ήρθε στην Ελλάδα, έλεγξε τα έσοδα και τα έξοδα κι έφυγε κάνοντας μιαέκθεση στο συμβούλιο της ΚΤΕ, στην οποία σύσταινε να μας ελεήσουν μονάχα με μιαχρονιάτικη αναστολή του χρεολύσιου και το αντίστοιχο πόσο να διατεθεί για τα παραγωγικά έργαμαζί μ΄ένα δάνειο από 10 εκατομμύρια δολάρια. Η δημοσιονομική επιτροπή τηςΚΤΕ, που συνήρθε στοΠαρίσι, χαρακτήρισε σαν επείγουσα την ανάγκη ενός δανείου για τα τοκοχρεολύσια, όμως μόλις και μετά βίας και με χίλιες δυο επιφυλάξεις και υποδείξεις αναγνώρισε ότι επιβάλλεται η προσωρινή ανακούφιση της Ελλάδας από τα εξωτερικά χρέημ΄αναστολή των χρεολυσίων για ένα χρόνο!Αλλά επειδή πάνω στο τελευταίο αυτό ζήτημα η ελληνική κυβέρνηση είχε φέρει από την αρχήαντιρρήσεις, το συμβούλιο της ΚΤΕ κηρύχτηκε τελικά αναρμόδιο και μας παρέπεμψε να συνεννοηθούμεαπευθείας με τους ομολογιούχους. Ο Μαρής, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας, ομολόγησε αργότερα ότι τα μέλη της δημοσιονομικής επιτροπήςπροσπαθούσαν να βρουν κάποια προσωρινή λύση για να τη συνδυάσουν με έλεγχο πάνω στα οικονομικά μας, σαν να μην ήταν αρκετός ο ΔΟΕ.
Είχε όμως περάσει πια η εποχή του '97. Η φάρα του Γκλίξμπουργκ ήταν τότε μακριά από την Ελλάδα. Στην πατρίδα μας είχε πια αναπτυχθεί ένα πολυάριθμο προλεταριάτο, αρκετά ώριμο πολιτικά, που συγκλόνιζε την περίοδο εκείνη με τις απεργίες και τιςδιαδηλώσεις του το αστοτσιφλικάδικο οικοδόμημα. Το ΚΚΕξεπερνώντας την κρίση του, πλούσιο πια σε πείρα και μονολιθικό ιδεολογικά, άρχιζε να αναδείχνεται αρχηγός των εργαζομένων της πόλης και του χωριού. Γι αυτό μια απόπειρα της κυβέρνησης για την επιβολή καινούργιου βαρύτερου ελέγχου ήταν όχι μόνο καταδικασμένη, αλλά θα απειλούσε ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα των αστοτσιφλικάδων.
Μπροστά σ΄αυτή την απελπιστική κατάσταση ξεκινάει ο ίδιος ο Βενιζέλος και πηγαίνει στη Γενεύη. Κάνει μια δραματική έκκληση στοσυμβούλιο της ΚΤΕ, αλλ΄αυτό περιορίζεται μόνο να λάβει σε υπό σημείωσιν τη γνώμη της δημοσιονομικής επιτροπής και παραπέμπει πάλι την ελληνική κυβέρνηση στουςομολογιούχους. Για καινούργιο δάνειο ούτε συζήτηση δεν μπορούσε να γίνει. Εν τω μεταξύ η κατάσταση τραβάει όλο και στο χειρότερο. Στις 25 του Μάρτη γίνεται μια μεγάλη σύσκεψη υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας και με σκοπό να μελετηθεί η οικονομική κατάσταση και τα μέτρα που πρέπει να παρθούν. Ανάμεσα στους συσκεπτόμενους βρίσκονται πολλοί υπεύθυνοι για το κατάντημα του τόπου. Οι καταχρήσεις, η κερδοσκοπία και οι ρεμούλες γίνονται το πιο συνηθισμένο φαινόμενο. Η διαφθορά κι η ηθική εξαχρείωση της κυβερνητικής κλίκας φτάνει στο κατακόρυφο. Νόθεψαν ακόμα και το κινίνο, πράξη αρκετά χαρακτηριστική για τη σαπίλα που βασίλευε ανάμεσα στην παράταξη που κυβερνούσε τη χώρα.
Β'. Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Επόμενο ήταν κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες να μεγαλώνει η απόγνωση κι η αγανάκτηση του λαού. Ο κόσμος άρχισε να κάνει γιουρούσι στους φούρνους. Οι πορείες πείνας πλήθαιναν καθημερινά. ΟΒενιζέλος έπρεπε να διαλέξει. Ή τα τοκομερίδια ή το ψωμί του λαού.Τελικά πήρε την απόφαση, αφού πρώτα ειδοποίησε το ΔΟΕ, ν΄αναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και να πληρώσει τατοκομερίδια σε δραχμές. Μα κι οι δραχμές δεν ήταν εύκολο να οικονομηθούν. Οι κρατικές εισπράξεις το 1929-30 έφτασαν τα 9.242εκατομμύρια. Το 1932-33, παρόλες τις καινούργιες φορολογίες, θα ΄φταναν σε 7.779 εκατομμύρια. Με την υποτίμηση της δραχμής οι ομολογιούχοι θα ΄παιρναν κάπου6.000 εκατομμύρια. Για να σώσει την «πίστη» της χώρας, η κυβέρνηση επέβαλε, κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, καινούργιες φορολογίες 740 εκατομμυρίων, χωρίς να σωθεί μ΄αυτά η κατάσταση.
Και τότε- 16.4.1932 – ο Μαρής έστειλε ένα γράμμα στο ΔΟΕ και του δήλωνε ότι η κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να κηρύξει από την 1η του Μάη προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους. Έτσι, ήρθε η καινούργια χρεοκοπία. Η κυβέρνηση, όμως, που δεν μπορούσε να ανεχτεί το στίγμα, έδωσε εντολή στους αντιπροσώπους της στο Λονδίνο και το Παρίσι να 'ρθουν σ΄επαφή με τους ομολογιούχουςγια ναρυθμίσουν το ζήτημα. Ο Μιχαλακόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών, δήλωσε στη δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ ότι θα δεχόταν πρόθυμα να 'ρθουν «αμερόληπτοι» διαιτητές και να ελέγξουν ίσαμε ποιό βαθμό μπορούμε να πληρώσουμε τα τοκομερίδια, «αφούπροαφαιρεθούν τα απαιτούμενα για το primum vivere του ελληνικού λαού». Την ίδια θέση έπαιρνε κι οΠαπαναστασίου. Όλοι ήταν πρόθυμοι να καταδικάσουν το λαό να ζει μ΄ένα ξεροκόμματο, για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι. Αυτοί όμως ήταν ανένδοτοι και τα ζητούσαν όλα ή τίποτε.
Αυτή την εποχή, ο Μαρής υποχρεώθηκε να φύγει από το υπουργείο των Οικονομικών σχεδόν με τηβία. (Είχε μπει μέσα, καθώς λένε,ξυπόλυτος και βγήκε με καντάρια χρυσάφι). Η Εθνοτράπεζα στις κρίσιμες εκείνες για τα συμφέροντά της στιγμές έβαλε απόλυτα δικό της υπουργό, τον Βαρβαρέσο, που προκαλεί αμέσως την άρση της σταθεροποίησης, σχεδόν τυπική γιατί την είχε από καιρό προκαλέσει ημαύρη αγορά του συναλλάγματος. Έτσι, επιβάλλεται πάλι η αναγκαστική κυκλοφορία. Στην έκθεσή του πάνω στον προϋπολογισμό του 1932-33, ο Βαρβαρέσος θέλησε να δικαιολογήσει τη χρεοκοπία. Ταελλείμματα, είπε, δεν μπορούμε πια να τ΄αποφύγουμε με φορολογίες. Με περικοπές των εξόδων – σε βάρος κυρίως των μισθωτών – μόνο 480 εκατομμύρια οικονομήσαμε. Γι΄αυτό είναι αναπόφευκτο να καταφύγουμε στην ελάττωση των ποσών που διαθέτουμε για την υπηρεσία του δημόσιου χρέους, επειδή μας απορροφούν τα 55% του προϋπολογισμού και μάλιστα σε συνάλλαγμα. Γι΄ αυτό η κυβέρνηση βρέθηκε «εις την αναπόδραστον ανάγκην»να δώσει την άδεια στον υπουργό των Οικονομικών νααναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και τον τόκο «εν όλω ή εν μέρει». Σκόπευαν οπωσδήποτε να πληρώσουν ένα μέρος από τους τόκους. Στον προϋπολογισμό όμως δεν έγραφαν ακριβώς το ποσό, ελπίζοντας να το μεγαλώσουν οπωσδήποτε με τους φόρους. Έτσι αύξησαν κατά 25% τη φορολογία στα εισαγόμενα εμπορεύματα κι ενώ η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από τραγική, οι Έλληνες πολιτικοί βρίσκονταν σ΄αδιάκοπη κίνηση και συγκίνηση και τους απασχολούσε αποκλειστικά το ζήτημα της πληρωμής των ομολογιούχων. Παντού είχαν φουντώσει οι σχετικές συζητήσεις. ΟΜιχαλακόπουλος, οΠαπαναστασίου κι ο Καφαντάρης υποστήριζαν να τους πληρώσουμε με τακαπνά μας. Οικονομολόγοι, πολιτικάντες, τραπεζίτες,όλοι έγραφαν και υπόδειχναν κάποιον τρόπο πληρωμής και κανένας δεν υποστήριξε να μην πληρώσουμε τίποτα.
Η οικονομική κρίση άρχισε να εξελίσσεται και σε πολιτική και οικονομική χρεοκοπία, να μεταβάλλεται σε γενική χρεοκοπία του αστοτσιφλικάδικου κόσμου. Ο Βενιζέλος, αντιμετωπίζοντας την πολιτική του χρεοκοπία και τη λαϊκή κατακραυγή, επιχείρησε μια πολιτική μανούβρα.Παραιτήθηκε κι ανέβηκε πρωθυπουργός ο Παπαναστασίου. Σε τέτοιες όμως στιγμές κι η δημαγωγία μπορεί να καταντήσει επικίνδυνη για την κυρίαρχη τάξη. Γι αυτό κι ο αρχηγός των Εργατοαγροτικώνδιώχτηκε μέσα σε μια βδομάδα κι ανέβηκε πάλι στην κυβέρνηση ο Βενιζέλος, με υπουργό των Οικονομικών τον Βαρβαρέσο. Στις 10 Αυγούστου ψηφίστηκε ο νόμος της δραχμοποίησης. Ηάρση της σταθεροποίησης κι η δραχμοποίηση έδιναν το δικαίωμα στις τράπεζες να ληστέψουν άλλη μια φορά τον κόσμο. ΗΚτηματική Τράπεζα-θυγατέρα του Χάμπρο και της Εθνικής – έκανε τουςμικροϊδιοκτήτες να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη μεδιπλάσιο περίπου χρέος.
Γ'. ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΕΙΣ
Συγχρόνως άρχισαν πάλι, οι συνεννοήσεις με τους ξένους ομολογιούχους. Ο Βαρβαρέσος έφυγε για την Ευρώπη κι υστέρα απόμακριές διαπραγματεύσειςσυμφώνησαν το Σεπτέμβρη του 1932 να πληρω­θούν 30% των τόκων για το 1932-33, κι αν βελτιωνόταναργότερα ή κατάσταση, να πάρουν 35%.Από το Δεκέμβρη όμως του ίδιου χρό­νου, η τότε κυβέρνηση άρχισε να παρακαλεί με υπόμνημα τηςτους ξένους να μην κρατήσουν το παραπάνω ποσοστό, γιατί ή κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Οιομολογιούχοι έκαναν πώς υποχωρούν, αλλά ο ΔΟΕ, βάσει της συμφωνίας, είχε κατακρατήσει σε δραχμές -από τις υπέγγυες προσόδους- ολόκληρο το 35% και αρνήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα τη διαφορά του 5% ! Επίσης, ο ΔΟΕ υπολόγισε το πο­σοστό σε χρυσές κι όχι σε χάρτινες λίρες, κερδίζοντας έτσι σημαν­τική διαφορά σε βάρος της Ελλάδας. Η κυβέρνηση κατάφυγε σε διαιτητή,αλλά η απόφαση του δεν βγήκε ακόμα. Κοντά σ' αυτά, ή εγγλέζικη κυβέρνηση μας υποχρέωσε να υπογράψουμε μια συμφω­νία με το αγγλικό θησαυροφυλάκιο, σύμφωνα με την οποία αναλαβαίναμε να πληρώσουμε 3.767.548 φράγκα, πού το μοιράστηκαν ή Αγγλία κι ή Γαλλία σαν αποζημίωση για τα ποσά πού είχαν ξοδέ­ψει όταν εγγυήθηκαν το δάνειο του 1898. Τότε ακριβώς κι οι ομο­λογιούχοιμετάνιωσαν πού δέχτηκαν το 30% και δεν τα 'παιρνανζη­τώντας περισσότερα. Και ξαναρχίζουν πάλισυνεννοήσεις ατελείω­τες και καταθλιπτικές για τη χώρα. Όλοι σχεδόν οι αστοί οικονο­μολόγοιπροσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι μια ανοιχτή χρεοκο­πία θα κατάστρεφε την πίστη και τα οικονομικά της ΕλλάδαςΌχι όμως μία αλλά εκατό φορές να λέγαμε στους ομολογιούχους ότι δεν έχουμε να τους πληρώσουμε, πάλι δεν θα παθαίναμε την οικονομική, εθνική και ηθική ζημιά πού πάθαμε με τις ατέλειωτες κι εξευτε­λιστικές για την αξιοπρέπεια της χώρας μας συζητήσεις.
Εν τω μεταξύ, το Σεπτέμβρη του 1932 έγιναν εκλογές και στις 4 Νοέμβρη ανάλαβε πρωθυπουργός οΤσαλδάρης, με υφυπουργό των Οικονομικών τον Μ. Ευλάμπιο. Το Δεκέμβρη έγινε υπουργός των Οικονομικών ο Κ. Αγγελόπουλος. Η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί καθόλου. Η κερδοσκοπία οργίαζε κι ο τιμάριθμος από 15 πού ήταν το 1931 ανέβηκε στα 20 το '32. Αυτή, λοιπόν, την περίοδο ο Αγγελόπουλος αποτέλεσε μια μεγάλη εξαίρεση, ανάμεσα στους φαυλοκράτες πολιτικούς. Και παλιά τα είχε βάλει, με το ΔΟΕ και στην Κτηματική Τράπεζα κήρυξε τον πόλεμο κι αργότερα στην τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν ο πρώτος αστός πολιτικός που εξορίστηκε από τον Μεταξά. Μόλις ανάλαβε το υπουρ­γείο δήλωσε αμέσως ορθά-κοφτά και μ' επιμονή ότι δεν πρέπει να πληρώσουμε όχι 30% αλλά ούτε πεντάρα στους ξένους και ντόπιους ομολογιούχους. Σε λίγες μέρες ο Αγγελόπουλοςδιώχτηκε από το υ­πουργείο, ασφαλώς με την επέμβαση «εξωελληνικών» παραγόντων.
Τον αντικατέστησε ο τραπεζίτης Σπύρος Λοβέρδος και στις ε­φτά μέρες πού 'κανε υπουργός, πρόλαβε να πληρώσει αμέσως το 30% στους ομολογιούχους και να μαδήσει τη χώρα από το αναιμικό της συναλλαγματικό απόθεμα. Στις 16 του Γενάρη έπεσε ο Τσαλ­δάρης κι ήρθε οΒενιζέλος με υπουργό των Οικονομικών τον Καφαντάρη. Ο αρχηγός όμως των Προοδευτικών δεν πρόλαβε να εξ­αγγείλει το καινούργιο πρόγραμμα του, γιατί στις εκλογές της 5ης του Μάρτη ξαναπήρε την εξουσία ο Τσαλδάρης,με υπουργό των Οικονομικών τον Λοβέρδο. Οι Λαϊκοί μόλις ανέβηκαν στην κυβέρ­νηση κάλεσαν τουςομολογιούχους να κάνουν αυτοψία στη χώρα μας για να αντιληφθούν την οικονομική της κατάσταση. Αυτοί όμως υπόδειξαν σαν αρμόδια την ΚΤΕ και η κυβέρνηση άρχισε τότε να παρακαλεί την Κοινωνία των Εθνών να 'ρθει μια δημοσιονομική επιτροπή. Τότε ο Καφαντάρης σε μια αγόρευση του για τον προϋ­πολογισμό του '33-'34 επιτέθηκε στην κυβέρνησηγια την πρόσκλη­ση δημοσιονομικής επιτροπής κι εξήγησε ότι την επέμβαση της ΚΤΕ δεν την ήθελε όχι από έλλειψη ευλάβειας στο θεσμό, αλλά γιατί «εξ επισήμων ανακοινώσεων και άλλων σχετικών στοιχείων είχε πεισθεί ότι ή ΚΤΕ δεν επείχε θέσιν τρίτου εις την υπόθεσιν των χρεών, άλλ' είχαν άμεσον και απροκάλυπτον είς αυτήν ενδιαφέρον στρεφόμενον υπέρ των ομολογιούχων». Πρότεινε δε να 'ρθει ή κυ­βέρνηση σε απευθείας συνεννόηση με τους ομολογιούχους και να τους πληρώσουμε με τα προϊόντα μας.
Τελικά, ή επιτροπή της ΚΤΕ ήρθε το Μάη και μετά τις έρευνές της έκανε σχετική έκθεση, στην όποια λέει ότι για να πληρώσει ή Ελλάδαπρέπει ν' αναπτύξει τις εξαγωγές και τα εμβάσματα και να ελαττώσει τις εισαγωγές της! Τον Ιούνη του 1933 συνήλθε στο Λον­δίνο ηδημοσιονομική επιτροπή για να εξετάσει την έκθεση και ν' ακούσει τον Λοβέρδο και τον Μάξιμο πού είχαν πάει κι αυτοί στο Λονδίνο για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της Ελλάδας και να πετύχουν μια συνεννόηση με τους ομολογιούχους. Αυτοί όμως αρνή­θηκαν να συζητήσουν με τους Έλληνες αντιπροσώπους, ζητώντας271/2για το 1933-34 και 371/2% για τον άλλο χρόνο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε 221/2% και271/2(η διαφορά ήταν 600 εκα­τομμύρια δραχμές). Η πρόταση να λύσει τη διαφορά ένας διαιτη­τής,απορρίφτηκε χωρίς συζήτηση και περιφρονητικά από τους ομολογιούχουςΤότε οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και πάλι.
Στον Λοβέρδο και τον Μάξιμο η δημοσιονομική επιτροπή «σύ­στησε» να βάλουν καινούργιους φόρους για να πληρώσουν τους ξέ­νους. Οι δυο υπουργοί αποχαιρέτησαν την επιτροπή με την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίσουν τους τόκους των ομολογιούχων και μάλιστα ανάφεραν στην επιτροπή τιείδους και πόσους φόρους θα βάλουν στο λαό, για να το πετύχουν. Κι έτσι γύρισαν πίσω στην Ελλάδα αποφασισμένοι να εξευμενίσουν με κάθε μέσο τους κατόχους ομολο­γιών και τέτοιοι κάτοχοι -εν παρενθέσει- ήταν κι ο Λοβέρδος κι οΜάξιμος.
«Ίσως επί του σημείου τούτου η στάσις της Ελλάδος θα έπρε­πε να ήτο περισσότερον αποφασιστική...», γράφει ο Άγγελος Αγ­γελόπουλος,γιατί τον ίδιο καιρό οι Τούρκοι κι οι Γερμανοί αρνή­θηκαν κάθε πληρωμή και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν διαμαρ­τυρήθηκαν καθόλου.
Δ'. Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η καινούργια επαφή έγινε το Σεπτέμβρη του '33 κι οι διαπραγμα­τεύσεις τράβηξαν πολύ καιρό. Αύτη ήταν ή κλασική τους μέθοδος.Κερδοσκοπούσαν στην αγορά μ' αυτό τον τρόπο και συγχρόνως μας εκβιάζανετελικά να υποχωρήσουμε, γιατί αυτή ή εκκρεμότητα τωνσυνεννοήσεων νέκρωνε την οικονομική ζωή της χώρας. Έτσι επαναλαμβάνεται η ιστορία του '97Πάλι η πατρίδα μας βρίσκεται σε αγωνία περιμένοντας την απόφαση των εκμεταλλευτών της. Τότε η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ, για να επηρεάσει τις συζητή­σεις προς όφελος των ομολογιούχων και να εκβιάσει έτσι τη λύση δίνοντας ένα γερό όπλο στους τοκογλύφους και μια εύκολη δικαιο­λογία στον Λοβέρδο, δημοσίεψε μια έκθεση, με την οποία διαπιστώνει βελτίωση στη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας. Με παρόμοιεςπιέσεις,εκβιασμούς και παρασκηνιακές ενέργειες υπο­γράφτηκε, τέλος, το Νοέμβρη, μια συμφωνία για δυο χρόνια. Τα χρεολύσια αναστέλλονταν για δυο χρόνια κι από τους τόκους θα πλη­ρώναμε 271/2% το1933-34 και 33% το 1934-35. 0ι τόκοι μόνο του δα­νείου του1898 θα πληρώνονταν στο ακέραιο. Η πληρωμή θα γινόταν με συνάλλαγμα του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης κι η ελληνική κυβέρνηση θα 'γραφε στον προϋπολογισμό της το σύνολο των τόκων, που θα το ξαναδανειζόταν τάχα από το ΔΟΕ, καταθέτοντας του ίσο ποσό άτοκα γραμμάτια σε δραχμές. Ο Λοβέρδος, για να συγκεν­τρώσει το ποσοστό πού συμφώνησε, έβαλε σ' ενέργεια δεκάδες και­νούργιαφορολογικά νομοσχέδια, όλα σεβάρος του λαού, ενώ ο ίδιος, όπως ξεσκεπάστηκε τότε στις εφημερίδες, είχε επιχειρήσει να δια­φύγει με διάφορους αθέμιτους τρόπους τη φορολογία.
Η συμφωνία πρόβλεπε καινούργιες διαπραγματεύσεις στις αρ­χές του 1935 για τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτό και το Φλεβάρη πήγε στο Λονδίνο ο Πεσμαζόγλου, καινούργιο οικονομολογικό αστέρι της πλουτοκρατικής κλίκας. Πρόεδρος τότε του συμβουλίου τωνομολογιούχων ήταν ο σερ ΄Οστεν Τσάμπερλεν, αδερφός του κατόπιν πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν. Η πολιτική των δυο αδελφώνείναι μια ατέλειωτη αλυσίδα από εξευτελισμούς και προδοσίες μικρών και μεγάλων λαών. Στο πρόσωπο τους, το εγγλέζικο χρη­ματιστικό κεφάλαιο είχε αποκτήσει τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του για μια ολόκληρη εποχή. Μόλις άρχισαν οι συν­ομιλίες, οι ομολογιούχοι ζήτησαν50%. Ο Πεσμαζόγλου πρόσφερε 35%. Αυτοί, αρνήθηκαν κι έτσι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Η ελληνική κυβέρνηση -κάτω από τη λαϊκή πίεση- δήλωσε τότε στους ομολογιούχους ότι θα τους πλήρωνε τατοκομερίδια τους πού έληγαν την1η του Απρίλη, με ποσοστό 35%. Ο ΔΟΕ διαμαρτυρή­θηκε αμέσως γιατί έτσι ή κυβέρνηση παραβίαζε το νόμο του 1898 και, καθώς τις είχε στο χέρι, κατακράτησε όλες τις υπέγγυες προσ­όδους υπολογίζοντας τόκους και χρεολύσια για όλα τα δάνεια πού ήταν κάτω από τονέλεγχο του. Συγχρόνως με τη διαμαρτυρία και το πραξικόπημα του ΔΟΕ, άρχισαν αλλεπάλληλαδιπλωματικά δια­βήματα από τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις, ενώ το συμβούλιο των ομολογιούχων στο Λονδίνο λυσσασμένο σύσταινε στα μέλη του να μη δεχτούν να εισπράξουν το 35%. Έπεσαν όλοι πάνω στη φτωχή μας χώρα να την πνίξουν. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, το 52% των ομολογιούχων έτρεξαν να εισπράξουν το 35% και για τα υπόλοιπα έχει ο θεός. Και πράγματι ο θεός των τοκογλύφων, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Γκλίξμπουργκ, τους βοήθησε.
Ε. ΈΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΚΛΙΞΜΠΟΥΡΓΚ
Σ΄όλο αυτό το διάστημα, άλλες κύριες ασχολίες του Λαϊκού Κόμματος ήταν οι επιστημονικέςκαλπονοθεύσεις και η συστηματική ρουσφετολογία. Πάνω στο δημόσιο ταμείο είχαν ριχτεί μ΄άγριες διαθέσεις οι φίλοι του κόμματος, που τόσα χρόνια είχαν μείνει μακριά από την εξουσία. Ο Τσαλδάρης,περισσότερο κατάλληλος για δικολάβος παρά για αρχηγός κόμματος, ξόδευε όλη την, όχι και τόσο πληθωρική, ζωτικότητά του σε επιφυλάξεις, σοφίσματα και σε διάφορου συνδυασμούς που σοφιζόταν για ν' αντιμετωπίσει, την αντιπολίτευση και τις γκρίνιες των φίλων του πού τρώγονταν σαν τα σκυλιά.
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο αστοτσιφλκικάδικα μπλοκ οξύνονται και παίρνουν τη μορφή ανοιχτής ένοπλης σύγκρουσης το Μάρτη του '35. Το «αντιβενιζελικό» κράτος – εφεύρεση του Μεταξά – παρόλη την τρομοκρατία που ξαπόλυσε όταν επιβλήθηκε, δεν κατάφερε να πνίξει το λαϊκό κίνημα. Οι εκλογές του Ιούνη του '35 φανερώνουν ότι οι λαϊκές μάζες αρχίζουν να χειραφετούνται πια από την επιρροή των πλουτοκρατικών κομμάτων και να προσανατολίζονται προς τ΄αριστερά. Η κατάσταση αυτή αρχίζει να καταντάει αρκετά επικίνδυνη για την ντόπια πλουτοκρατία και πολύ επιζήμια για τουςξένους κεφαλαιούχους, που θα επιθυμούσαν να ασχολιέται ο ελληνικός λαός με τα «ειρηνικά» του έργα και να μην καταγίνεται τόσο πολύ στην πολιτική. Και τότε όλοι οι αντιδραστικοί πλουτοκρατικοί κύκλοι του εσωτερικού και του εξωτερικού, με πρώτη την Εθνοτράπεζα, με τις συμβουλές και την έγκριση του Βενιζέλου, με την ανοχή τωνψευτοδημοκρατικών κομμάτων και με τις ευλογίες και τα χειροκροτήματα των ομολογιούχων, άρχισαν να κηρύχνουν την πολιτική της«συμφιλίωσης». Όργανο για την πραγματοποίησή της θα ΄ταν ο δεύτερος Γεώργιος Γκλίξμπουργκ, που τον τάιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια ο Χάμπρο. Φτάνει να 'ρχόταν ο βασιλιάς για να αγαπηθούν βενιζελικοί καιαντιβενιζελικοί και να ζήσει ο λαός ευτυχισμένος.
Επειδή, όμως, ο λαός με μια μεγαλειώδη συγκέντρωση των αντιφασιστικών δημοκρατικών του δυνάμεων έδειξε την ακλόνητη διάθεσή του να υπερασπίσει τις δημοκρατικές του ελευθερίες, ανάλαβε να κανονίσει τα περαιτέρω αυτοχειροτονηθείς σε αντιβασιλιά Γ. Κονδύλης, με το διαβόητο δημοψήφισμα που οργάνωσε το Νοέμβρη του '35.
Κι έτσι η Ελλάδα απόχτησε πάλι βασιλιά και σε λίγο και «εθνικό» κυβερνήτη, οι ομολογιούχοι εξασφάλισαν, όπως θα δούμε, τοποσοστό που ζητούσαν και τον ελληνικό λαό ανάλαβε να τον επαναφέρει στα ειρηνικά του έργα ο Μανιαδάκης.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη "Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα" από τις εκδόσεις "ΑΓΡΑ" (2010)