Δεν μπορεί, θα το έχετε σκεφτεί κι εσείς. Γιατί οι κυβερνώντες και τα επιτελεία τους, τα εγχώρια, αλλά κυρίως τα ξένα, επιμένουν στην ίδια πολιτική, στις ίδιες συνταγές, ενώ ξέρουν πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να δώσουν κάποια λύση; Δεν σκέφτονται τις συνέπειες; Δεν φοβούνται; Γιατί τέτοια μανία να συνεχίσουν στον ίδιο μονόδρομο που οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην ολοκληρωτική καταστροφή;
Το πώς σκέφτονται σήμερα οι κυβερνώντες και τα επιτελεία τους έχει ελάχιστη σχέση με οποιαδήποτε μορφή επιστήμης. Οι λογικές τους αντλούνται περισσότερο από μια προτεσταντική «εγκόσμια» θεολογία, ένα είδος σύγχρονου πουριτανισμού, που έχει συνεπάρει βαθιά το επίσημο πολιτικό σύστημα και στην Ελλάδα. Ένας γερμανός καθηγητής της Χαϊδελβέργης των αρχών του 20ου αιώνα, ταυτόχρονα θεολόγος, φιλόσοφος και νομοδιδάσκαλος, έγραφε για το πνεύμα του προτεσταντισμού τα εξής: «Η προσωπική αφοσίωση στην δουλειά και το κέρδος, η οποία αποτελεί τον ακούσιο και ασυνείδητο ασκητισμό του σύγχρονου ανθρώπου, είναι ο γόνος ενός συνειδητού ‘εγκόσμιου’ ασκητισμού της δουλειάς… Το ‘πνεύμα του καλούντος’,… δίχως αγάπη για τον κόσμο, γίνεται η πηγή μιας ακούραστης και με συστηματικό τρόπο πειθαρχημένης εργατικότητας, όπου η εργασία επιδιώκεται για χάρη της εργασίας, για χάρη της θανάτωσης της σάρκας, όπου το προϊόν της εργασίας δεν προορίζεται για να καταναλωθεί με απόλαυση, αλλά με σκοπό την συνεχή αναπαραγωγή του απασχολούμενου κεφαλαίου. Από τότε που η επιθετικά ενεργητική ηθική εμπνευσμένη από το δόγμα του προκαθορισμένου προορισμού ωθεί τον εκλεκτό στην πλήρη ανάπτυξη των θεόσταλτων δυνάμεών του και του το προσφέρει ως σημάδι για να είναι σίγουρος για την επιλογή του, η εργασία γίνεται ορθολογική και συστηματική. Με την κατάρριψη του κινήτρου της ευκολίας και της απόλαυσης, ο ασκητισμός βάζει τα θεμέλια της τυραννίας της εργασίας πάνω στους ανθρώπους.»[1]
Η δουλειά για την δουλειά και όχι η δουλειά για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η δουλειά με κίνητρο τον ασκητισμό και την προσωπική επιτυχία, η οποία μετριέται με τις απολαβές και την ανάδειξη του εκλεκτού της στην εγκόσμια ιεραρχία της θρησκευτικής πίστης. Κι όχι η δουλειά που εξασφαλίζει απολαύσεις, ευημερία, ευκολίες και ελεύθερο χρόνο στην κοινωνία. Αυτή είναι η ηθική του προτεσταντισμού, ο οποίος δόξαζε από γεννησιμιού του τον ασκητισμό, την φτώχεια, την εξαθλίωση, τις θυσίες, ως βασικό κίνητρο για την πρόοδο.
Το ίδιο και σήμερα. Σε μια κατάσταση απίστευτης χλιδής και πλουτισμού για πολύ λίγους, η σύγχρονη οικονομική και πολιτική θεολογία του προτεσταντισμού, εξακολουθεί να διδάσκει στην κοινωνία τον ασκητισμό και να επιδοκιμάζει την δουλειά για την δουλειά υπό οποιαδήποτε προσωπική θυσία. Μόνο όποιος πονά και ματώνει για τη δουλειά του, όποιος αναλώνεται ολόκληρος γι’ αυτήν, χωρίς να υπολογίζει κόπο και ανταμοιβές, μόνο αυτός αποτελεί το πρότυπο του εκλεκτού της σημερινής κοινωνίας, όπου η άρχουσα τάξη διδάσκει στους φτωχούς και πένητες την ασκητική ως υπέρτατη αξία. Όποιος τολμήσει να μιλήσει για ανελαστικά δικαιώματα, για κοινωνική ευημερία και προπαντός για ελεύθερο χρόνο αντάξιο των κατακτήσεων του σύγχρονου πολιτισμού, τότε αυτός δεν παρά ένας τεμπέλης, ένας λεχρίτης, ένα παράσιτο, άξιος μόνο για την υπέρτατη τιμωρία. Άξιος μόνο για να εισπράξει αυτό που ο Λούθηρος, με όλη την πατερική αγάπη και στοργή που διέκρινε το δόγμα του, υποδείκνυε στους άρχοντες όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους χωρικούς της εποχής του: «Μαχαιρώστε, χτυπήστε, σκοτώστε όποιον μπορείτε.»[2] Βλέπετε, οι χωρικοί τόλμησαν να αμφισβητήσουν τις αρετές της ασκητικής λιτοδίαιτης ζωής και της πειθήνιας υπακοής στους ανώτερούς τους. «Συνεπώς,» έγραφε ο Λούθηρος, «αφήστε όποιον μπορεί να χτυπήσει, να σκοτώσει και να μαχαιρώσει, κρυφά ή φανερά, και να θυμάστε ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο δηλητηριώδες, επιζήμιο, ή διαβολικό από έναν επαναστάτη. Είναι ακριβώς όπως όταν κάποιος πρέπει να σκοτώσει ένα λυσσασμένο σκυλί…»[3]
Το δόγμα αυτό βρήκε την ύψιστη δικαίωσή του στην ηθική του πουριτανού: «Η εργασία που αυτός εξιδανικεύει δεν είναι απλά μια απαίτηση που επιβάλλεται από την φύση, ή μια τιμωρία για το αμάρτημα του Αδάμ. Είναι αφεαυτού της ένα είδος ασκητικής πειθαρχίας, περισσότερο αυστηρής από οποιαδήποτε άλλο δόγμα – μια πειθαρχία που έχει επιβληθεί από την θέληση του Κυρίου και η οποία θα πρέπει να εκτελείται όχι σε απομόνωση, αλλά κατά την εμπρόθεσμη εκτέλεση των κοσμικών καθηκόντων. Δεν είναι απλά ένα οικονομικό μέσο, που θα πρέπει να αφεθεί στην άκρη όταν οι φυσικές ανάγκες έχουν ικανοποιηθεί. Είναι ένας πνευματικός σκοπός, γιατί μόνο μέσα από αυτήν η ψυχή μπορεί να βρει την υγεία της και θα πρέπει να συνεχίζεται ως ηθικό καθήκον πολύ μετά αφού πάψει να αποτελεί υλική ανάγκη… Αυτό που απαιτείται από τον Πουριτανό δεν είναι ατομικές αξιέπαινες πράξεις, αλλά μια άγια ζωή – ένα σύστημα όπου κάθε στοιχείο είναι ομαδοποιημένο γύρω από μια κεντρική ιδέα, την υπηρεσία του Θεού, από την οποία όλα τα ανησυχητικά περιττά έχουν κλαδευτεί και στην οποία έχουν υποταχθεί όλα τα άλλα επιμέρους συμφέροντα.»[4]
Ο Πουριτανός, που ίσως να προέρχεται από τους Καθαρούς του μεσαίωνα, αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο και τον κόσμο υπό το πρίσμα του καλού και του κακού. Ότι δεν συνάδει με τον Ορθό Δρόμο, τον μονόδρομο της δικής του μοναδικής αρετής, του ασκητισμού και της αποθέωσης της δουλειάς, είναι κακό και καταδικαστέο. Έτσι και σήμερα οι σύγχρονοι Πουριτανοί αναγνωρίζουν μόνο ηθικά διλλήματα στην οικονομία και την πολιτική. Το έλλειμμα είναι κακό και διαβολικό, ενώ το πλεόνασμα είναι ηθικό και καλό. Η δουλειά είναι η μετουσίωση της αρετής αρκεί να μην συνοδεύεται από απαιτήσεις καλύτερης αμοιβής, μεγαλύτερης σχόλης και γενικών απολαβών. Όποιος δαπανά περισσότερα απ’ όσα εισπράττει, αυτό δεν είναι παρά απόδειξη του κακού, σπάταλου και ανήθικου τρόπου ζωής του. Η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής θυσία, ένα κακοτράχαλο μονοπάτι προς την αρετή που μόνο λίγοι μπορούν να φτάσουν. Κι επομένως τι πειράζει αν οι πολιτικές που επιβάλλονται από τον μοναδικά Ορθό Δρόμο, οδηγούν χιλιάδες σε αυτοκτονία και εκατομμύρια σε εξαθλίωση και ανεργία. Αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο από προβληματικοί και ανάξιοι.
Με τον ίδιο ήθος και ύφος σήμερα, οι σημερινοί πολιτικοί επίγονοι του Πουριτανισμού μιλούν με άνεση ότι η περικοπή των συντάξεων είναι δυσάρεστη, αλλά θα γίνει, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα, καθώς μας διεμύνησε ο υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης. Ποια χειρότερα δεν είπε. Πάμε από το κακό στο χειρότερο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Χαρείτε λογική. Μιλώντας στον ΣΚΑΙ (8/7), ο Γ. Βρούτσης τόνισε πως δεν νοείται ο νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας να μισθοδοτείται με 583 ευρώ και να υπάρχουν συνταξιούχοι που λαμβάνουν 1.400 ευρώ. Κι έτσι η προσωποποίηση του πιο απόλυτου κοινωνικού παράσιτου, έρχεται να κρίνει πόσο θα πρέπει να αμείβεται ο εργαζόμενος και ο συνταξιούχος. Όχι με βάση τις ανάγκες για επιβίωση, αλλά με βάση τους δικούς του κανόνες πίστης. Δουλειά για την δουλειά. Όποιος δεν μπορεί να δουλέψει είναι βάρος για την κοινωνία κι έτσι μόνο χαριστικά μπορεί να ζει, μόνο σαν προϊόν φιλανθρωπίας των παράσιτων του είδους του κ. Βούρτση. Arbeit macht Frei (η εργασία απελευθερώνει), έγραφαν οι ναζί ομογάλακτοι του στην πύλη του Άουσβιτς, πριν εμφανιστούν οι στρατιές «τεχνοκρατών» και μετατρέψουν αυτήν την επιτομή της πολιτικής και οικονομικής θεολογίας του πουριτανισμού σε παγκόσμιο δόγμα.
Το δυστύχημα όμως είναι πώς αυτό το πνεύμα του πουριτανισμού έχει κατακτήσει και την περιώνυμη αριστερά. Ο κοινωνικός ασκητισμός και οι θυσίες αποτελούν, υποτίθεται, πολύτιμες αρετές και για την αριστερά ιδίως για την περίοδο της όποιας μετάβασης. Δείτε, π.χ., πόσοι και πόσοι δεν εκθειάζουν τις αναγκαίες θυσίες που υποτίθεται ότι πρέπει να υποστεί η κοινωνία στο όνομα της προόδου, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού. Δεν πειράζει αν πεθάνουν χιλιάδες, δεν πειράζει αν περάσει μαρτύρια η κοινωνία προκειμένου να ικανοποιηθεί η ιδεοληψία που διακατέχει την αριστερά.
Ο αριστερός πουριτανισμός διακατέχεται από δυο συναφείς εκδοχές: Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη του «πλάνου Β». Η δεύτερη περίπτωση είναι της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής διεξόδου.
Το «πλάνο Β» είναι το γνωστό παραμύθι που χρησιμοποίησε προεκλογικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αν αποτύχει η διαπραγμάτευση με τους εταίρους της ευρωζώνης, τότε θα προχωρήσει, υποτίθεται, στο «πλάνο Β», δηλαδή την έξοδο από το ευρώ. Εδώ δεν μας απασχολεί το κατά πόσο πίστευε κάτι τέτοιο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να είναι ηλίθιος κάποιος για να πιστεύει ακόμη ότι ο κ. Τσίπρας και οι δικοί του είχαν την παραμικρή πρόθεση να προχωρήσουν σε «πλάνο Β». Απλά ήταν ένα προεκλογικό τρικ για να εκμηδενίσουν την όποια εσωκομματική «αριστερή» κριτική. Και το πέτυχαν.
Όμως, ας σκεφτούμε λιγάκι το όλο σχήμα. Υπάρχουν πολλοί που το υποστηρίζουν. Ας διαπραγματευτούμε πρώτα και ύστερα αν δεν πετύχουμε τίποτε, τότε ας προχωρήσουμε στην έξοδο από το ευρώ και την μονομερή διαγραφή του χρέους. Έτσι λένε. Όσοι από αυτούς είναι καλοπροαίρετοι, απλά θα τους πούμε ότι δεν ξέρουν τι λένε, δεν έχουν επαφή με το τι συμβαίνει στην κοινωνία, με το σε ποια κατάσταση βρίσκεται η οικονομία. Έτσι, λοιπόν, σε όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια – που συχνά είναι σκέτες φαντασιώσεις – που σκαρφίζονται για να διαπραγματευτούν με τους ευρωπαίους και τους δανειστές της χώρας, δεν μας απαντούν στο εξής απλό: Πόσο χρόνο θα πάρουν οι πολυπόθητες διαπραγματεύσεις για το καλό της χώρας; Πόσο χρόνο θα χρειαστούν για να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης με τους θύτες ενός λαού; Εκτίμηση συνεπειών έχουν κάνει; Με άλλα λόγια για όσο αυτοί θα διαπραγματεύονται εντός του ευρώ και υπό καθεστώς ύφεσης, πόσοι ακόμη θα πεθάνουν, πόσοι θα βγουν στην ανεργία και στην εξαθλίωση. Διότι αντιμετώπιση της ύφεσης εντός του ευρώ μπορεί να γίνει μόνο με έναν τρόπο, τον τρόπο της Μέρκελ. Όχι γιατί η Μέρκελ είναι κακιά και πεισματάρα, όπως νομίζει ο Τσίπρας, αλλά γιατί η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ δεν επιτρέπει άλλη πολιτική.
Και να ξαναρχόμαστε στο επίδικο ζήτημα: που τραβούν την κόκκινη γραμμή της δικής τους διαπραγμάτευσης όσοι θεωρούν ότι η μονομερής διαγραφή του χρέους και η έξοδος από το ευρώ, είναι «πλάνο Β»; Πόσους νεκρούς, εξαθλιωμένους και άνεργους σηκώνει η δική τους συνείδηση; Ή μήπως δεν τους καίγεται καρφί; Θα πρέπει να πούμε ότι ακόμη και τώρα να σταματήσουν τα μέτρα περιορισμού και μειώσεων στην ελληνική οικονομία, η ύφεση δεν πρόκειται να αναχαιτιστεί. Έχει αποκτήσει τη δική της δυναμική κατάρρευσης και παρακμής προσθέτοντας κάθε μήνα 28 χιλιάδες νέους ανέργους, οδηγεί στην αυτοκτονία γύρω στους 50 και σπρώχνει πάνω από 50 χιλιάδες στην ανέχεια και διώχνει από την χώρα πάνω από 20 χιλιάδες κυρίως νέα παιδιά, την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας. Κι αυτό κάθε μήνα που περνά, παίρνονται δεν παίρνονται πρόσθετα μέτρα περικοπών και λιτότητας.
Τι προτίθενται να κάνουν όλοι αυτοί που μας υπόσχονται ότι πρώτα θα διαπραγματευτούν και έπειτα, αν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, θα προχωρήσουν στην μονομερή διαγραφή και έξοδο από την ευρωζώνη; Απλούστατα διακατέχονται από τον ίδιο πουριτανισμό με την άρχουσα τάξη που δεν βάζει την ευημερία του λαού σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ αντιλαμβάνονται την μονομερή διαγραφή και την έξοδο από το ευρώ με τους ίδιους όρους που το αντιλαμβάνεται και η κυρίαρχη προπαγάνδα.
Υπάρχουν κι εκείνοι που εκδηλώνουν τον αντικαπιταλισμό τους με τον ίδιο τρόπο που οι πουριτανοί αποστρέφονταν την αληθινή ζωή. Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε από δαύτους να μας λένε ότι χρειάζονται θυσίες από τον λαό για να αλλάξουμε ρότα, πάντα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Μας κάνει εντύπωση με τι ευκολία ορισμένοι πούροι «επαναστάτες» αποδέχονται ότι ο λαός θα δεινοπαθήσει προκειμένου να μπει στον ίσιο δρόμο, της αντικαπιταλιστικής αρετής. Μάλιστα ακούσαμε τον κ. Λαμπαβίτσα να υποστηρίζει το δικό του δόγμα του σοκ, με βάση το οποίο το πέρασμα σε εθνικό νόμισμα θα αποτελέσει ένα ισχυρό σοκ για την ελληνική οικονομία κι αυτό θα την ξυπνήσει από τον λήθαργο της ύφεσης. Με άλλα λόγια υπάρχει δεξιό δόγμα του σοκ και αριστερό δόγμα του σοκ. Ο κοινός παρανομαστής; Ο λαός θα υποφέρει, αλλά στην μεν πρώτη περίπτωση χωρίς ελπίδα, ενώ στην άλλη περίπτωση με την ελπίδα για καλύτερες μέρες. Με την ίδια λογική υπάρχει δεξιά πείνα, αλλά και αριστερή πείνα.
Τι φούμαρα είναι όλα αυτά; Τι ανοησίες; Θεωρίες και προτάσεις που ξεκινούν με την προϋπόθεση ότι ο λαός θα υποφέρει, έστω και για λίγο στην μετάβαση, μέχρι να βρει τον δρόμο του παραδείσου, είναι επικίνδυνες. Διαφέρουν από τον πουριτανισμό της άρχουσας τάξης, μόνο ως προς τις διακηρυγμένες προθέσεις τους. Διαπνέονται από την ίδια λογική που θέλει τον λαό να περνά από ένα είδος καθαρτηρίου σε συνθήκες ασκητισμού και θυσιών προκειμένου να εξαγνιστεί για να εισέλθει στο βασίλειο του Θεού, στην δική του αντικαπιταλιστική ουτοπία.
Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η μονομερής διαγραφή του χρέους και η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ δεν είναι «πλάνο Β», αλλά αναγκαίο «πλάνο Α», αν θέλει κανείς να σταματήσει εδώ και τώρα την αποκαλούμενη ευγενικά «ανθρωπιστική κρίση», την κατάρρευση και διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η στροφή αυτή δεν πρόκειται να κοστίσει τίποτε στην μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αντίθετα η αντιστροφή της τάσης, η ευημερία του λαού, η αύξηση των εισοδημάτων του από την πρώτη κιόλας στιγμή, η κατάκτηση ανελαστικών δικαιωμάτων στην εργασία, στην κοινωνία και στην πολιτική, αποτελούν ασφαλές κριτήριο ότι η νέα κατάσταση πάει μπροστά με βάση το συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας. Κι όχι μόνο. Η άνοδος της ευημερίας και των εισοδημάτων του λαού από την πρώτη κιόλας στιγμή, μαζί με την θεμελίωση ανελαστικών δικαιωμάτων, αποτελούν θεμελιακούς όρους για ανάκαμψη της οικονομίας, ανόδου της εσωτερικής αγοράς, αναχαίτισης της ανεργίας και καταπολέμησης της φτώχειας.
Αυτοί που λένε ότι θα πάμε σε νέο εθνικό νόμισμα για να το υποτιμήσουμε, να κλείσουμε τις τράπεζες για λίγο και σιγά-σιγά θα δει ο λαός καλό, δεν είναι μόνο ότι δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάνε, αλλά στην πραγματικότητα αντιλαμβάνονται την εναλλακτική πολιτική με τον κλασσικό πουριτανικό τρόπο. Μόνο που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει η Ελλάδα από την πεπατημένη, αν από την πρώτη στιγμή δεν συντρίψει τις εσωτερικές μονοπωλιακές καταστάσεις και δεν σταθεροποιήσει το νέο εθνικό της νόμισμα, έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε εργαζόμενους και παραγωγούς να αυξάνουν δραστικά τα εισοδήματά τους. Δίχως αυτό δεν θα υπάρχει δυνατότητα αποταμίευσης και δεν θα μπορούν να γίνουν σοβαρές επενδύσεις στην παραγωγή και τις υποδομές ώστε να αλλάξει η πορεία της χώρας. Δίχως την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών και ταυτόχρονα χωρίς την δυνατότητα άμεσου περιορισμού του πραγματικά εργάσιμου χρόνου με παράλληλη αύξηση του αληθινά ελεύθερου χρόνου (ανύπαρκτου ουσιαστικά σήμερα), πώς φαντάζεται κανείς ότι ο λαός θα συμμετέχει ουσιαστικά στα κοινά, θα πληροφορείται και θα αποφασίζει άμεσα για όλα όσα τον αφορούν; Και χωρίς να συνδυαστούν όλα αυτά με την δραστική μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μαζί με την ανελαστική προστασία της νεανικής εργασίας, τότε πώς θα μπορέσουμε να αναχαιτίσουμε την ανεργία από την πρώτη κιόλας στιγμή και θα φέρουμε πίσω τα παιδιά μας που κυνηγημένα από την σημερινή κατάσταση κατέφυγαν στο εξωτερικό;
Όποιος σήμερα εμφανίζεται να μας λέει ότι με την μονομερή διαγραφή του χρέους και την έξοδο από το ευρώ, θα υποφέρουμε ως λαός, αλλά δεν πειράζει προκειμένου οι επόμενες γενιές να δουν μια καλύτερη ζωή, τότε κουμπώνομαι. Αν ξέρει τι λέει, τότε είναι επικίνδυνος γιατί αυτό που ζητά στην ουσία είναι η επιστροφή στα παλιά. Να φύγουν, δηλαδή, τα σημερινά κακά αφεντικά και να έρθουν στη θέση τους κάποια άλλα καλά αφεντικά, αντικαπιταλιστικά ίσως, που ξέρουν πώς θα φροντίσουν τον καλό λαό που ξέρει μόνο να ασκείται σε θυσίες.
Οι λογικές αυτές μου θυμίζουν την συζήτηση κατά την διάρκεια του Πρώτου και Δεύτερου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-20 στην Μόσχα, όπου η επαναστατική ηγεσία της νέας εξουσίας είχε ως δεδομένο και μάλιστα νομοτελειακό ότι η πείνα, ναι η πείνα, αποτελεί μεταβατικό όρο προς τον σοσιαλισμό, συνιστά απαράβατη φάση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Είχαν μια τόσο πεισμένοι γι’ αυτό, που όταν ένας από τους πιο επιφανείς οικονομολόγους της εποχής εκείνης, ο Όιγκεν Βάργκα, τόλμησε να τους πει ότι δεν μπορούν να ταυτίζουν την πείνα με την μετάβαση στον σοσιαλισμό, η αφρόκρεμα της επανάστασης απλά τον αγνόησε. Και ναι μεν η επαναστατική ηγεσία της εποχής εκείνης είχε πραγματικά επιδοθεί τα πρώτα χρόνια σ’ έναν πρωτοφανή ασκητισμό προς όφελος της επανάστασης, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρείται καθήκον και για τον λαό. Η λογική αυτή εξέθρεψε τέρατα, παρά το γεγονός ότι πήγασε από τις καλύτερες των προθέσεων.
Η μάχη μας θα πρέπει να είναι από τώρα να απαλλαγούμε από την γοητεία της θεολογίας του πουριτανισμού που κυριαρχεί σε δεξιά και αριστερά. Γι’ αυτό και θα πρέπει να γίνει κτήμα μας η παλιά γνωστή ρήση των αγνών λαϊκών αγωνιστών, το συμφέρον, η ευημερία και η κυριαρχία του λαού πάνω και πρώτα απ’ όλα τα άλλα.
[1] Ernst Troeltsch, Protestantism and Progress, New York: Putnam, 1912, σελ. 136-37.
[2] E. G. Rupp & Benjamin Drewey, Martin Luther, Documents of Modern History, London: Edward Arnold, 1970, σελ. 126.
[3] Ό. π., σελ. 121.
[4] R. H. Tawney, Religion and the Rise of Capitalism, London: Harcourt, 1926, σελ. 200-01.
Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ στις 7:01 μ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου