Η πολιτική ανυπακοή – civil disobedience – είναι μια θεωρία της πολιτικής φιλοσοφίας, που αναφέρεται στην άρνηση του πολίτη να υπακούσει ή να συμμορφωθεί με νόμο ή άλλη προσταγή της πολιτικής εξουσίας που θεωρεί ανήθικο, άδικο ή παράλογο, με σκοπό η πολιτική εξουσία να πειστεί ή να εξαναγκαστεί να καταργήσει ή να τροποποιήσει αυτόν τον νόμο ή την προσταγή.
Οι ρίζες αυτής της θεωρίας ανιχνεύονται ήδη στην «Αντιγόνη», που θάβει το αδελφό της παρά την απαγόρευση του Κρέοντα, επειδή αυτό της επιτάσσει η συνείδησή της. Η θεωρία μορφοποιήθηκε πάντως στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Αμερικανό Henry David Thoreau και το δοκίμιό του «Πολιτική Ανυπακοή». Η θεωρία της πολιτικής ανυπακοής, ή όπως αλλιώς αποκαλέστηκε, βρίσκεται στη βάση της πολιτικής σκέψης και πράξης του Gandhi .και του αγώνα κατά του βρετανικού αποικιοκρατικού καθεστώτος στην Ινδία ή του Martin Luther King και του αγώνα κατά του apartheid.
Ο Thoreau διατύπωσε τη θεωρία του με την εξής αφορμή: Αρνήθηκε να πληρώσει τους φόρους του με το σκεπτικό πως, όταν καταβάλλεις το φόρο, δέχεσαι και την πολιτική της κυβέρνησης που υποστηρίζει το καθεστώς της δουλείας και τον μεξικανικό-αμερικανικό πόλεμο, πολιτική που όμως θεωρεί άδικη και ανήθικη. Πρέπει επομένως να αρνηθείς να πληρώσεις το φόρο, όχι μόνο για να μην έρθεις σε σύγκρουση με τη συνείδησή σου, αλλά και για να εκφράσεις την αντίθεσή και την διαμαρτυρία σου στην πολιτική αυτή.
Στην ουσία, η θεωρία της πολιτικής ανυπακοής αντιδιαστέλλει την τυπική νομιμότητα μιας κυβέρνησης, που έχει εκλεγεί νόμιμα και έχει την πλειοψηφία του λαού, από την ηθική νομιμοποίησή της. Προβάλλει το γεγονός πως η απόφαση της πλειοψηφίας, που μπορεί να είναι καθ’όλα νόμιμη, δεν είναι εξ ορισμού δίκαιη και ηθική. Ο πολίτης οφείλει να υπακούσει στη συνείδησή του και να μην υπακούσει στον άδικο και ανήθικο νόμο, γιατί έτσι μόνο υπηρετεί πραγματικά την πατρίδα του.
Η πράξη πολιτικής ανυπακοής διαφοροποιείται συνεπώς από την άρνηση εφαρμογής ενός νόμου για λόγους καθαρά ιδιωτικού συμφέροντος. Η άρνηση υπακοής εκκινεί από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και όχι από κάποιο προσωπικό όφελος. Γι αυτό και πρέπει να είναι πράξη ενσυνείδητη, ο πολίτης πρέπει δηλαδή να έχει συνείδηση του πολιτικού στόχου που θέλει να υπηρετήσει με την υπακοή, και πράξη δημόσια και διαφανής, να δηλώνεται δηλαδή ή πάντως να προκύπτει σαφώς ο πολιτικός στόχος. Η πολιτική ανυπακοή αποσκοπεί στο να πείσει την κοινή γνώμη για το ορθό και δίκαιο της ανυπακοής και να εξαναγκάσει την πολιτική εξουσία να αποσύρει το άδικο μέτρο και να αλλάξει την πολιτική της. Μπορεί να είναι ατομική ή και συλλογική. Συνήθως είναι μη βίαιη και ειρηνική. Γι αυτό και εκείνος που ασκεί πολιτική ανυπακοή δεν αποφεύγει τις νομικές κυρώσεις που επισύρει η πράξη του: Ο ίδιος ο Thoreau άλλωστε πήγε φυλακή για την άρνησή του να πληρώσει τον φόρο.
Η πολιτική ανυπακοή εμφανίζεται ως η ύστατη λύση ‘το ultimum refugium‘ όταν δεν έχουν ευδοκιμήσει τα νόμιμα μέσα που διαθέτει ο πολίτης για να διαμαρτυρηθεί απέναντι στην πολιτική εξουσία για την προσταγή που θεωρεί άδικη ή ανήθικη. Η πολιτική ανυπακοή αναπτύσσει επομένως τη σημασία της ακριβώς σε εκείνα τα πεδία όπου το θετό δίκαιο συγκρούεται με θεμελιώδεις αρχές ή αξίες της κοινωνικής συμβίωσης. Μπορεί η προσταγή να είναι μεν σύμφωνη με τον τύπο και το γράμμα του νόμου, έρχεται όμως σε σύγκρουση με το αξιακό σύστημα στο οποίο στηρίζεται η κοινωνική συμβίωση και το Σύνταγμα.
Κοντά στην έννοια της πολιτικής ανυπακοής βρίσκεται το δικαίωμα αντίστασης. Σε αντίθεση με την πολιτική ανυπακοή, που δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμά μας, το δικαίωμα αντίστασης προβλέπεται στο ακροτελεύτιο άρθρο 120 παρ.4 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Το δικαίωμα αντίστασης του άρθρου 120 παρ.4 εισήχθη στο Σύνταγμά μας το 1975, ως απάντηση στη βίαιη κατάλυση του πολιτεύματος με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Στην ιστορία των δημοκρατιών πάντως, το δικαίωμα αντίστασης είναι πολύ παλαιότερο και αποτελεί κεκτημένο του πολιτικού και συνταγματικού μας πολιτισμού. Οι ρίζες του βρίσκονται ήδη στην Μάγκνα Κάρτα του 1215: Η πίστη και υπακοή στον άρχοντα είχε ως αμοιβαίο αντάλλαγμα την υποχρέωσή του να προστατεύει τον υποτελή υπήκοο, και έπαυε όταν ο άρχοντας δεν πληρούσε την υποχρέωσή του αυτή.. Αυτή η «συναλλακτική» αντίληψη της υποχρέωσης υπακοής στους νόμους αποτελεί και τη βάση της έννοιας του «κοινωνικού συμβολαίου», που διαμόρφωσαν ο Locke και ο Rousseau, και στην οποία στηρίζεται όλη η θεωρία του συνταγματικού δημοκρατικού κράτους: Η κοινωνική συμβίωση βασίζεται σε μια πρωταρχική, θεμελιώδη συμφωνία μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής εξουσίας, συμφωνία γύρω από τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης. Οι πολίτες δέχονται να υπαχθούν στις επιταγές της πολιτικής εξουσίας με αντάλλαγμα την προστασία των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων. Η συμφωνία αυτή καταγράφεται στο Σύνταγμα, που κατοχυρώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και ρυθμίζει την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.. Όταν όμως η πολιτική εξουσία παραβιάζει το Σύνταγμα σε βαθμό ώστε να κλονίζονται οι θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης, και να καταλύεται στην πράξη η πρωταρχική συμφωνία, ο πολίτης αποδεσμεύεται από αυτήν. Στην περίφημη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» της γαλλικής Επανάστασης, που αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη κείμενα του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού, η αντίσταση στην τυραννία καταγράφεται ως ένα από τα φυσικά και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου.
Το δικαίωμα αντίστασης του άρθρου 120 παρ.4 του Συντάγματος δεν αφορά απλά την περίπτωση όπου ένας νόμος ή μια πράξη της πολιτικής εξουσίας είναι αντίθετα με το Σύνταγμα. αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Αφορά την περίπτωση όπου οι πράξεις της πολιτικής εξουσίας συνιστούν – όχι μόνον άμεσα, αλλά και έμμεσα – «κατάλυση με τη βία του Συντάγματος». Όταν δηλαδή η πολιτική της κυβέρνησης καταλήγει να προσβάλλει τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος στις οποίες στηρίζεται το «κοινωνικό συμβόλαιο» κυβέρνησης και πολιτών, όπως η μορφή του πολιτεύματος, οι οργανωτικές του βάσεις ή το αξιακό σύστημα που πραγματώνει το Σύνταγμα.
Όπως η πολιτική ανυπακοή, έτσι και το δικαίωμα αντίστασης είναι το ultimum refugium για τον πολίτη όταν οι εγγυήσεις και οι μηχανισμοί που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για την τήρησή του, όπως π.χ. η προσφυγή στα δικαστήρια, δεν λειτουργούν. Πηγάζει στην πραγματικότητα από την ίδια την υποχρέωση των πολιτών να τηρούν το Σύνταγμα, όπως άλλωστε προβλέπει ρητά και το άρθρο 120 παρ. 4, που επαφίει την τήρηση του Συντάγματος στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Το Σύνταγμα προβλέπει εξ άλλου στο άρθρο 120 παρ.2 πως «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Το δικαίωμα αντίστασης αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση των Ελλήνων να υπερασπίζονται το Σύνταγμα όταν οι πράξεις της πολιτικής εξουσίας ισοδυναμούν με κατάλυσή του. Είναι θεμελιώδες στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας, μάλιστα στην αυθεντική και πρωτογενή της μορφή ως έκφραση της ίδιας της συντακτικής εξουσίας.
Νέδα Κανελλοπούλου
Επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου