Το Δημοκρατικό Πολίτευμα, το οποίο υποστηρίζεται ότι επικρατεί στη χώρα μας, προβλέπει ότι οι Νόμοι ψηφίζονται από την Βουλή μετά από εισηγήσεις των αρμόδιων Υπουργών της Κυβέρνησης, η οποία, έχοντας την Κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεδομένη την απροθυμία βουλευτών της να πουν κάποτε ένα όχι στα όσα τους ζητούν να ψηφίσουν, αποφασίζει κυριαρχικά για τις τύχες της χώρας και των πολιτών της. Υποτίθεται ότι η ψήφιση των Νόμων γίνεται πάντα μέσα στα Συνταγματικά πλαίσια, τα οποία το Νομοθετικό Σώμα (η Βουλή δηλαδή) δεν μπορεί να τα υπερβεί και, αν το πράξει, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να μην δέχεται έναν αντισυνταγματικό Νόμο και να τον αναπέμψει στη Βουλή (άρθρο 42 του Συντάγματος). Εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το ίδιο το Σύνταγμα έχει καθιερώσει και άλλον θεματοφύλακα των Συνταγματικών διατάξεων και αυτός είναι ο Δικαστής, που καλείται κάθε φορά να εφαρμόσει το Νόμο, έχοντας υποχρέωση (όχι απλά δυνατότητα) να μην εφαρμόζει Νόμους, που έρχονται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα (άρθρο 87 του Συντάγματος).
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, με την απειλή της οικονομικής καταστροφής της χώρας, την πίεση της τρόικας και τις «μεγάλες αλλαγές» τάχα για τις οποίες ο Πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι εκλέχτηκε από τον ελληνικό λαό, ψηφίζονται από τη Βουλή σειρά από αντισυνταγματικούς Νόμους, οι περισσότεροι από τους οποίους σχετίζονται με την αναδρομική επιβολή φόρων και άλλων επιβαρύνσεων, που ρητά απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Όμως όλοι αυτοί οι Νόμοι φέρουν την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Καμία αντίδραση ή έστω διαφωνία εκ μέρους του. Πώς άλλωστε να το πράξει, αφού και ο ίδιος είναι κομμάτι του κόμματος, που σήμερα ψηφίζει αυτούς τους Νόμους;;; Πώς να αντιδράσει όταν και ο ίδιος, όταν ήταν βουλευτής ή Υπουργός, ψήφισε ή εισηγήθηκε αντισυνταγματικούς νόμους στο βωμό των «εθνικών» αναγκών εκείνης της εποχής;;
Από την άλλη μεριά πόσες φορές ελληνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να εφαρμόσουν αντισυνταγματικούς νόμους; Και αν υπήρξαν κάποιοι θαρραλέοι δικαστές στις μικρές βαθμίδες της δικαιοσύνης, που το έπραξαν, ήλθαν τα Ανώτατα Δικαστήρια να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, αποκαθιστώντας την «τάξη». Πώς άλλωστε θα αξιώσουν την επιλογή τους σε ανώτατα αξιώματα της Δικαιοσύνης, τα οποία «χαρίζει» η εκάστοτε Κυβέρνηση στους «πιστούς» ή πώς θα ζητήσουν επαξίως τη συμμετοχή τους σε κάποιο Δ.Σ Κρατικής Επιχείρησης ή φορέα μετά την συνταξιοδότησή τους; Επομένως οι δύο δικλείδες που το ίδιο το Σύνταγμα έχει καθιερώσει για την προστασία του, όπως είδαμε, αδρανούν ή αλληθωρίζουν.
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος πόλος προστασίας και υπεράσπισης του Συντάγματος: Είναι ο ίδιος ο λαός, στον οποίο το Σύνταγμα αναθέτει την πιστή τήρηση των διατάξεών του (4η παράγραφος του άρθρου 120: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία»).
Τίθεται όμως το ερώτημα: Πώς μπορεί ο τρίτος αυτός πόλος να αντιδράσει; Πώς μπορεί να αποκρούσει την ψήφιση και κυρίως την εφαρμογή αντισυνταγματικών νόμων; Με την ατομική, αλλά και μαζική άρνησή του να συμμορφωθεί με τους νόμους αυτούς. Θα πρέπει λοιπόν να δυναμώσει η αντίδραση και αντίσταση σε αντισυνταγματικές διατάξεις. Αν αυτή πάρει έκταση, είναι βέβαιο ότι θα αφυπνιστούν και οι άλλοι δύο πόλοι προστασίας της Συνταγματικής Τάξης. Όσο μένει αδρανής ο πολίτης, τόσο το Σύνταγμα θα καταλύεται, με τις ευλογίες πολλές φορές αυτών που πρέπει να το προστατεύσουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με την επίκληση της ακροτελεύτιας διάταξης του Συντάγματος (114 τότε), έγιναν πριν από κάποιες δεκαετίες αγώνες, προκλήθηκαν συγκρούσεις και χύθηκε αίμα σε εποχές που δεν διακυβεύονταν μάλιστα τόσα αγαθά για τον πολίτη, όσα σήμερα. Η έννοια της ελευθερίας έχει κατά βάση οικονομικό περιεχόμενο. Η οικονομική εξαθλίωση οδηγεί και στην απώλεια της ελευθερίας του ατόμου, το οποίο γίνεται δέσμιο της αναζήτησης τρόπου για την κάλυψη των μέσων διαβίωσης αυτού και της οικογένειάς του, υποκύπτοντας στις κάθε μορφής ανελεύθερες αξιώσεις και στους κανόνες που του επιβάλλουν εκείνοι από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση του. Αυτή η κατάσταση τον οδηγεί σε μια αδράνεια, που την εκμεταλλεύονται οι κρατούντες. Μπορεί όμως ο πολίτης στις σημερινές συνθήκες να αντιδράσει; Ζαλισμένος από τα καθημερινά χτυπήματα των υπαλλήλων της τρόικας έχει χάσει κάθε διάθεση για αγώνα. Θεωρεί ότι τίποτα δεν μπορεί να καλυτερεύσει και αυτή του η πεποίθηση καλλιεργείται πολλές φορές έντεχνα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Εδώ λοιπόν έρχεται να παίξει το ρόλο και μάλιστα σπουδαίο η διανόηση της χώρας μιας και ο φυσικός καθοδηγητής τέτοιου είδους αντιδράσεων, δηλαδή τα κόμματα της αριστεράς έχουν παραλύσει και δεν αντιδρούν όπως θα έπρεπε και όπως θα περίμενε κανείς, περιφρουρώντας απλά τα κεκτημένα τους.
Σημαντικοί φορείς όμως αυτής της δυνατότητας είναι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι. Είναι οι μόνοι που έχουν τα μέσα (την τεχνογνωσία αν θέλετε) για να υπερασπιστούν τα λαϊκά συμφέροντα και τους πολίτες από την εξαθλίωση. Φυσικά δεν αρκεί η σύνταξη και υποβολή μιας προσφυγής. Δεν εξαντλείται σ’ αυτό ο σημαντικός ρόλος των Δικηγορικών Συλλόγων. Οφείλουν να γίνουν το μετερίζι κάθε νόμιμης αντίδρασης και αντίστασης στον όλεθρο που ζούμε σήμερα και καθημερινά θα βαθαίνει και θα πλαταίνει. Οφείλουν να σταθούν εμπόδιο στις αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας, θυμίζοντας σε κάποιους ότι υπάρχει και η τιμωρία για τις αντισυνταγματικές συμπεριφορές, για την παραχώρηση σε τρίτους της Εθνικής Κυριαρχίας, για την ενσυνείδητη εξαθλίωση των Ελλήνων.
Πάτρα 27/9/2011
Θάνος Αμπατζής
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου